κοιμιστικός

κοιμιστικός
η , ό[ν] усыпляющий, снотворный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοιμιστικός" в других словарях:

  • κοιμιστικός — ή, ό (Α κοιμιστικός, ή, όν) [κοιμίζω] αυτός που προκαλεί ύπνο, αυτός που κάνει κάποιον να κοιμηθεί, υπνωτικός («κοιμιστικό φάρμακο») …   Dictionary of Greek

  • κοιμιστικῷ — κοιμιστικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»